Η σύγκρουση της κυβέρνησης με τους αγρότες που κάθε μέρα βαθαίνει έχει μετατραπεί σε μια σοβαρή εσωκομματική κρίση για τη Νέα Δημοκρατία. Δεν πρόκειται πλέον για ένα «κλασικό» κοινωνικό μέτωπο, αλλά για μια δοκιμασία αντοχής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, σε μια συγκυρία εξαιρετικά ευαίσθητη: Λίγες ημέρες πριν την ψήφιση του προϋπολογισμού και στο κατώφλι μιας χρονιάς που, έτσι ή αλλιώς, θα λειτουργήσει πολιτικά ως προεκλογική.
Κοινοβουλευτική Ομάδα σε κατάσταση νευρικής κρίσης
Η ενημέρωση του Κώστα Τσιάρα προς τους βουλευτές της ΝΔ δεν ήταν μια τυπική συνεδρίαση. Ήταν μια από τις πιο φορτισμένες συνεδριάσεις της τελευταίας περιόδου, με παρεμβάσεις που αποκάλυψαν όχι απλώς δυσφορία, αλλά ανοιχτή αγωνία για το πολιτικό κόστος που ήδη πληρώνουν οι βουλευτές στην περιφέρεια. Πολλοί γαλάζιοι βουλευτές την συγκρίνουν με την αντίστοιχη συνεδρίαση για το θέμα των ΕΛΤΑ και άλληοι προσθέτουν πως είναι η δεύτερη φορά που η Κ.Ο. της Νέας Δημοκρατίας εισπράττει τις έντονες αντιδράσεις κοινωνικών σωμάτων για πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης.
Βουλευτές από αγροτικές και ημιαγροτικές περιοχές περιέγραψαν με ωμή γλώσσα τι συμβαίνει στο πεδίο:
• «Έξω τρώμε πολύ ξύλο» ήταν η φράση–κλειδί που συμπυκνώνει το κλίμα.
• Καταγγελίες ότι «όλοι οι δικοί μας είναι μέσα στα μπλόκα» δείχνουν πως η σύγκρουση δεν περιορίζεται σε παραδοσιακούς συνδικαλιστές, αλλά διαπερνά τον σκληρό πυρήνα της γαλάζιας βάσης.
• Η έντονη κριτική για τον ΟΠΕΚΕΠΕ και την υπαγωγή του στην ΑΑΔΕ αποτυπώνει την αίσθηση ότι η κυβέρνηση έχει παραδώσει ένα κρίσιμο πολιτικό εργαλείο σε έναν μηχανισμό που αντιμετωπίζεται ως «υπεράνω πολιτικής», αφήνοντας τους βουλευτές εκτεθειμένους.
Οι φωνές δεν έμειναν στο επίπεδο της γκρίνιας. Υπήρξαν ευθείες αιχμές για λανθασμένους χειρισμούς, για κινήσεις χωρίς επαρκή πολιτική προετοιμασία και για έλλειψη έγκαιρης ενημέρωσης των ίδιων των βουλευτών, που έμαθαν για τις αστοχίες στις πληρωμές μαζί με τους αγρότες – ή και αργότερα.
Η πολιτική σημασία της εσωτερικής αναταραχής
Η χρονική στιγμή καθιστά την κρίση πολλαπλά πιο επικίνδυνη για το κυβερνών κόμμα.
Πρώτον, γιατί η συζήτηση για τον προϋπολογισμό χρειάζεται μια Κοινοβουλευτική Ομάδα συμπαγή, πειθαρχημένη και πολιτικά πειστική. Αντί γι’ αυτό, η ηγεσία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ΚΟ που μπαίνει στην αίθουσα της Ολομέλειας υπό πίεση από τα χωριά και τις αγροτικές οργανώσεις, κουβαλώντας την αίσθηση ότι «δεν έχουν τι να πουν» στους ψηφοφόρους τους.
Δεύτερον, γιατί η επόμενη χρονιά – είτε με τυπικούς εκλογικούς σταθμούς, είτε με ορίζοντα εθνικών εξελίξεων – θα είναι ούτως ή άλλως πολιτικά φορτισμένη. Η ΝΔ, για να διατηρήσει τον ρόλο της ως κυρίαρχη δύναμη, χρειάζεται ένα αφήγημα σταθερότητας και αποτελεσματικότητας. Αν αντί για αυτό παγιωθεί η εικόνα μιας κυβέρνησης που «σέρνεται» πίσω από τα γεγονότα, διορθώνοντας διαρκώς λάθη υπό πίεση, η φθορά θα αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά.
Το πιο ανησυχητικό για την ηγεσία δεν είναι μόνο η κοινωνική δυσαρέσκεια, αλλά η μεταφορά της μέσα στην ΚΟ. Όταν βουλευτές που παραδοσιακά στηρίζουν την κυβερνητική γραμμή σηκώνουν τόνο, ζητούν «πολιτική λύση εδώ και τώρα» και βάζουν έμμεσα θέμα τρόπου λήψης αποφάσεων, τότε η εσωτερική συνοχή παύει να θεωρείται δεδομένη.
Το μήνυμα προς το Μαξίμου: Δεν φτάνουν οι τεχνικές διορθώσεις
Το κυβερνητικό επιτελείο επιχειρεί, μέσω Παύλου Μαρινάκη και Κώστα Τσιάρα, να ανοίξει θεσμικό δίαυλο με τους αγρότες: Πρόσκληση για ενιαία αντιπροσωπεία, συνάντηση σε υψηλό επίπεδο, πακέτο παρεμβάσεων σε ρεύμα, πετρέλαιο, πληρωμές. Αυτά όμως, για πολλούς βουλευτές, δεν επαρκούν ως απάντηση στο κλίμα.
Το μήνυμα που εξέπεμψαν είναι ξεκάθαρο:
• Χρειάζεται όχι μόνο «τεχνική» διόρθωση στις πληρωμές, αλλά πολιτική ανάληψη ευθύνης για τα λάθη που έγιναν.
• Πρέπει να διατυπωθεί ένα καθαρό αφήγημα προς τους αγρότες, που να αναγνωρίζει την αδικία, να εξηγεί τι αλλάζει και να δεσμεύεται σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.
• Η ΚΟ δεν μπορεί να ενημερώνεται εκ των υστέρων· ζητά να γίνει μέρος της λύσης, όχι απλός αποδέκτης αποφάσεων.
Αν αυτά δεν συμβούν, ο κίνδυνος είναι διπλός: Η βάση της ΝΔ στην περιφέρεια να αισθανθεί ότι η κυβέρνηση έχει απομακρυνθεί από την καθημερινότητά της και η ΚΟ να λειτουργήσει αμυντικά, με βουλευτές που κοιτούν περισσότερο την πολιτική τους επιβίωση, παρά τη συνολική εικόνα της παράταξης.
Το Μέγαρο Μαξίμου περνά στην αντεπίθεση
Μπροστά σε αυτή την εικόνα, το Μαξίμου έχει εγκαταλείψει τη λογική της «διαχείρισης χαμηλών τόνων» και περνά σε πιο πολιτική γραμμή.
Το μήνυμα που εκπέμφθηκε χθες είναι καθαρό: «Δεν θα διαπραγματευτούμε με διάσπαρτα μπλόκα, αλλά είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε σοβαρά με θεσμικό συνομιλητή».
Παραταύτα τα κυβερνητικά στελέχη γνωρίζω ότι η κατάσταση αυτή τη στιγμή είναι εκτός ελέγχου και οι φόβοι ένα ατύχημα όλο και αυξάνονται καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα.
Στα άμεσα μέτρα που εξετάζονται είναι:
• επιτάχυνση και διόρθωση πληρωμών από ΟΠΕΚΕΠΕ και ΕΛΓΑ,
• στοχευμένη απάντηση στις πιο κραυγαλέες αδικίες του Μέτρου 23,
• χρονοδιάγραμμα που θα μπορεί να παρουσιαστεί τόσο στους αγρότες όσο και στην ΚΟ.
Ο στόχος είναι πολιτικά σαφής: Να κλείσει το μέτωπο πριν τα Χριστούγεννα, πριν δηλαδή η ένταση των μπλόκων μετατραπεί σε ευρύτερη κοινωνική αγανάκτηση (τουρισμός, αγορά, μετακινήσεις) και πριν παγιωθεί μέσα στην ΚΟ η αίσθηση ότι η κυβέρνηση τρέχει πίσω από τα γεγονότα.
Στο τεχνικό πεδίο, η κυβέρνηση διαμορφώνει ένα πακέτο που κινείται σε τρεις άξονες:
1. Ρεύμα: έχει ήδη συμφωνηθεί η παράταση της μειωμένης τιμής στο αγροτικό ρεύμα στα 9,2 λεπτά/kWh, ενώ εξετάζεται περαιτέρω μείωση – με τους αγρότες να ζητούν 7 λεπτά και τα σενάρια να μιλούν για συμβιβαστική λύση λίγο πάνω από αυτό. Η ΔΕΗ συμμετέχει στην εξίσωση, καθώς η τιμή ακουμπά τα όρια του κόστους.
2. Πετρέλαιο κίνησης: συζητείται επαναπροσδιορισμός των επιλέξιμων λίτρων ανά καλλιέργεια και πιο δίκαιος τρόπος επιστροφής ΕΦΚ. Στο τραπέζι, έστω και ως δύσκολο σενάριο, βρίσκεται η μερική ή πλήρης απαλλαγή από τον ΕΦΚ στην αντλία, με την ΑΑΔΕ να αναζητά τρόπους αποφυγής εκτεταμένης φοροδιαφυγής.
3. Τιμές προϊόντων: η κυβέρνηση απορρίπτει ιδέες τύπου «διοικητικά κατώτατα όρια», αλλά δείχνει διάθεση να πιέσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο για καλύτερη στόχευση ενισχύσεων, προκειμένου να στηριχθούν συγκεκριμένες κατηγορίες παραγωγών που πλήττονται περισσότερο.
Παράλληλα, κρίσιμος κόμβος θεωρείται η σύσκεψη στο μπλόκο της Νίκαιας, όπου οι αγρότες καλούνται να αποφασίσουν αν θα συγκροτήσουν ενιαία εθνική συντονιστική αντιπροσωπεία. Αν αυτό συμβεί, η κυβέρνηση είναι έτοιμη να «κλείσει ραντεβού» ακόμη και στις αρχές της επόμενης εβδομάδας.
Προϋπολογισμός, προεκλογικό κλίμα και εκλογική απήχηση
Ο φετινός προϋπολογισμός, που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν ευκαιρία για ένα «success story» σταθερότητας και ανάπτυξης, κινδυνεύει να σκιαστεί από το αγροτικό. Η αντιπολίτευση ήδη επιχειρεί να εμφανίσει τη ΝΔ ως κόμμα που «ξέχασε την περιφέρεια» και νομοθετεί ερήμην των παραγωγών.
Την ίδια ώρα, οι πρώτες κυλιόμενες δημοσκοπήσεις καταγράφουν ένα ανησυχητικό μοτίβο:
• Στα αστικά κέντρα η ΝΔ κρατά την πρωτοκαθεδρία, έστω με φθορά.
• Στον κάμπο και στις κατεξοχήν αγροτικές περιοχές, όμως, εμφανίζονται διαρροές προς κόμματα διαμαρτυρίας και προς το ΠΑΣΟΚ, που επιχειρεί να ξαναπιάσει το νήμα της «αγροτικής παράταξης».
Αν αυτή η τάση παγιωθεί μέσα στο 2026, η ΝΔ θα μπει στην επόμενη αναμέτρηση – όποτε και αν αυτή προκύψει – με αποδυναμωμένο το ιστορικό της προπύργιο: Την περιφέρεια και τον πρωτογενή τομέα. Και αυτό είναι δομικό πολιτικό πρόβλημα, όχι συγκυριακή δυσκολία.
Το εσωτερικό ρήγμα είναι το πραγματικό ρίσκο
Η κυβέρνηση έχει ακόμη τον χρόνο και τα εργαλεία να κλείσει το μέτωπο με τους αγρότες σε πολιτικά διαχειρίσιμα πλαίσια. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα καταφέρει να κλείσει και το εσωτερικό ρήγμα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Αν οι βουλευτές δουν χειροπιαστές διορθώσεις, ουσιαστική εμπλοκή τους στη διαμόρφωση της γραμμής και καθαρή στρατηγική για τον κάμπο, η ένταση μπορεί να μετατραπεί σε «κρούση καμπάνας» που λειτούργησε προειδοποιητικά.
Αν όμως κυριαρχήσει η εντύπωση ότι «μίλησαν, ξέσπασαν και τίποτα δεν άλλαξε», τότε η σημερινή αναταραχή θα είναι μόνο η πρώτη πράξη μιας πιο βαθιάς φθοράς – με επίκεντρο την ίδια την κοινοβουλευτική ομάδα, εκεί όπου στην πραγματικότητα κρίνεται η εκλογική αντοχή του κυβερνώντος κόμματος.